λεπροῦ

λεπροῦ
λεπράω
have
pres imperat mp 2nd sg (attic epic ionic)
λεπρόομαι
become leprous
pres imperat mp 2nd sg
λεπρόομαι
become leprous
imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)
λεπρός
scaly
masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Αόστα — (Aosta). Πόλη (34.000 κάτ. το 2002) της Ιταλίας στις δυτικές Άλπεις, χτισμένη στη συμβολή των ποταμών Ντόρα Μπάλτεα και Μπούτιερ. Η γεωγραφική της θέση μεταξύ της πεδιάδας του Πάδου και των αλπικών περιοχών, της παρείχε στρατηγική σημασία από… …   Dictionary of Greek

  • Λαγουδάκης, Σωκράτης — (Σμύρνη 1864 – 1944). Γιατρός και λόγιος. Διεξήγαγε έρευνες για τη λέπρα, εμβολιαζόμενος ο ίδιος με αίμα λεπρού (1934). Συνέγραψε διάφορες μελέτες και για πέντε χρόνια εξέδιδε στο Παρίσι το περιοδικό Ιπποκράτης. Στους Ολυμπιακούς αγώνες του 1896… …   Dictionary of Greek

  • Σιξτίνα Καπέλα — (Sixtina Capella). Παρεκκλήσι του Βατικανού, κοντά στο ναό του Άγιου Πέτρου. Οι εργασίες της ανέγερσης του ολοκληρώθηκαν το 1481, στα χρόνια του πάπα Σίξτου του Δ’. Είναι διακοσμημένο με θαυμάσιες τοιχογραφίες, οι σπουδαιότερες από τις οποίες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”